αποικιστικός

αποικιστικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τον αποικισμό, αυτός που ευνοεί ή αποβλέπει στον αποικισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”